σελινοφόρος

σελινοφόρος
σελῑνοφόρος, ,
A one who conveys celery, Jahresh.18 Beibl.287 (Ephesus, i B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σελινοφόρος — ὁ, Α 1. αυτός που φορούσε στεφάνι από σέλινο 2. αυτός που μετέφερε σέλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • σελινοφόρον — σελινοφόρος one who conveys celery masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”